Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τινὶ δικαστῇ

См. также в других словарях:

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

  • προστιμώ — άω, Α [πρόστιμον] 1. (για δικαστήριο) επιβάλλω ποινή πρόσθετη ή βαρύτερη από εκείνην που ορίζει ο νόμος («προστιμᾱν τοὺς κρίνοντας τὴν δίκην ὅ, τι χρὴ πρὸς τούτῳ παθεῑν», Πλάτ.) 2. μέσ. προστιμῶμαι, άομαι (για δικαστή) προτείνω την επιβολή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»